ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΡΙ-ΚΛΑΙΡ
Μια σπουδαία φωτογράφος που κατέγραψε με το φακό της τους ανθρώπους της Κατοχής και της μεταπολεμικής Ελλάδας , δημιουργώντας ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο.
ΑΠΟ ΤΗ ΛΟΥΚΙΑ ΛΥΚΙΔΗ
Μια ηλικιωμένη μητέρα αποχαιρετά το γιο της που φεύγει για το μέτωπο, Ένα αποστεωμένο αγόρι κοιτά με άδεια μάτια το φακό, Μια λιπόσαρκη γυναίκα θηλάζει το βρέφος της. Ένας σωρός πτωμάτων κείτεται σε μια αποθήκη. Ένα ξανθό κοριτσάκι κρατά στα χέρια του τα λιωμένα παπούτσια του καθώς κοιτά με βουλιμία το καινούργιο του ζευγάρι. Οι Αθηναίοι ξεχύνονται στους δρόμους γιορτάζοντας την Απελευθέρωση. Ευδιάθετες αγρότισσες ξεφουρνίζουντο ψωμί. Ένα τσούρμο μπόμπιρες μοιράζονται όλο λαχτάρα ένα και μοναδικό κόμικ. Στον υπολογιστή μου κάθε κλικ στο ποντίκι αντιστοιχεί και σε ένα κλικ της φωτογραφικής μηχανής της Βούλας Παπαϊωάννου, της πιο σημαντικής "άγνωστης" της ελληνικής φωτογραφίας. Μια κίνηση στο πληκτρολόγιο και όλη η νεότερη ελληνική ιστορία περνά μπροστά μου. Η κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι άντρες που παρουσιάζονται για να πάνε στο μέτωπο, τα πεινασμένα παιδιά, τα κάρα με τα πτώματα, τα βρεφοκομεία, οι νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, οι τραυματίες, η Απελευθέρωση, η ελληνική ύπαιθρος και οι άνθρωποι της που προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν μετά τον πόλεμο. Η φωτογραφική ματιά της Βούλας Παπαϊωάννου είναι εντυπωσιακή. Το κάδρο της άψογο. Τα πλάνα της απολύτως λιτά. Τα θέματα της μιλούν πάντα από μόνα τους. Ειδικά όταν πρόκειται για τα πεινασμένα παιδιά της Κατοχής. Οι φωτογραφίες αυτές έγιναν η αφορμή να σπάσει το εμπάργκο και να φτάσουν τρόφιμα στην Αθήνα που λιμοκτονούσε. Τις τράβηξε με κίνδυνο της ζωής της. Οι κατακτητές είχαν απαγορεύσει κάθε είδους φωτογράφιση της πόλης. Οι φωτογραφικές μηχανές απαγορεύονταν, τα φιλμ ήτανδυσεύρετα και όποιος συλλαμβανόταν να φωτογραφίζει οδηγούνταν στο απόσπασμα.
Ερυθρός Σταυρός-Μαύρο βιβλίο Η Παπαϊωάννου φυλάει ως κόρη οφθαλμού τη μηχανή της και προ-σπαθείνα βρει φιλμ σε μαγαζιά που έχουν στοκ. Πολλές φορές τα φιλμ που αγοράζει είναι ελαττωματικά, αφού όσοι τα πουλούν κάνουν σαμποτάζ και τα αφήνουν επίτηδες να πάρουν φως. Στην εμφάνιση όλα βγαίνουν λευκά. 'Εχει καταλάβει πως ζει κοσμογονικά γεγονότα και πως οι φωτογραφίες της μπορούν να γίνουνο δικός της τρόπος αντίστασης. Πολύτιμη βοήθεια και κάλυψη στο δύσκολο και επικίνδυνο έργο της της προσφέρει η Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, που έχει φτάσει στην Αθήνα για να ελέγξει την κατάσταση διαβίωσης του πληθυσμού. Οι "Ελβετοί" όπως τους αποκαλεί η ίδια. Μαζί τους μπαίνει στα νοσοκομεία και φωτογραφίζει τα σκελετωμένα παιδιά. Με τις φωτογραφίες των παιδιών της πείνας φτιάχνει ένα λεύκωμα που το ονομάζει Μαύρο Βιβλίο, Την εποχή εκείνη οι φωτογράφοι δεν ανέθεταν σε εκδοτικούς οίκους τα λευκώματα τους αλλά τα έφτιαχναν οι ίδιοι. Όταν το επιμελείται, μένει σε μια πολυκατοικία στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Το από πάνω διαμέρισμα το έχουνεπιτάξει οι Γερμανοί και καθώς δουλεύει ακούει τα βήματα τους πάνω από το κεφάλι της. Συγκλονιστικές είναι και οι φωτογραφίες που τράβηξε σε μια αποθήκη στον Πειραιά, όπου συγκεντρώνονταν τα πτώματα απότους δρόμους. Η Παπαϊωάννου κατάφερε να τρυπώσει σε αυτό το φρικτό σκηνικό και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και στη δυσωδία να στήσει το τρίποδο της. «Πώς το έκανα αυτό το πράγμα ακόμα δεν μπορώ να το εξηγήσω», θα πει. Τσάι και διανόηση Πώς αυτό το κορίτσι της αστικής και καλοβαλμένης οικογένειας από τη Λαμία, με την κλασική παιδεία, τις καλόγριες και τα γαλλικά, θέλησε να εγκαταλείψει την άνεση και την ασφάλεια του σπιτιού του και να κάνει αντίσταση με τη φωτογραφική μηχανή του θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του; Είχε ζητήσει μάλιστα να συμμετάσχει στην αποστολή των ρεπόρτερ που κάλυπταν το μέτωπο, αλλά δεν την άφησαν γιατί στην πρώτη γραμμή δεν επιτρέπονταν γυναίκες φωτορεπόρτερ. Η Βούλα Παπαϊωάννου όμως δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Ακόμα και πριν ξυπνήσει το αντιστασιακό ένστικτο της, δενζούσεμετον τρόπο που συνήθιζαν να ζουν οι γυναίκες της εποχής της. Το 1917το έντονο ενδιαφέρον της για τη ζωγραφική την οδηγεί στην Καλών Τεχνών, όμως η τραγική απώλεια της αδελφής της την αναγκάζει να διακόψει τις σπουδές της. Το '26 παντρεύεται ένανάντρα είκοσι πέντε χρόνια μεγαλύτερο της, ο οποίος είχε κάνει ήδη δύο γάμους. Ο Ιωάννης Ζερβός είναι μια σημαντική προσωπικότητα της εποχής του, στοχαστής, τεχνοκριτικός, κάτοχος σημαντικής συλλογής έργων τέχνης, φανατι-κόςτου Νίτσε, συγγραφέας φιλοσοφικών έργων και ποιητής. Είχεεπα-φές με τον Παλαμά, τον Ξενόπουλο και τον Παπαντωνίου, ενώ ο Καζαντζάκης τον αποκαλούσε "δάσκαλο". Μαζί του κάνει ταξίδια στην Ευρώπη κι εκεί έχει την ευκαιρία να δει ό,τι πιο πρωτοποριακό στα καλλιτεχνικά ρεύματα. Πηγαίνει σε εκθέσεις, κονσέρτα, διαλέξεις και καταφέρνει να ικανοποιήσει τη δίψα της για τέχνη. Ήταν άλλωστε μια γυναίκα που από πολύ νεαρή ηλικία ενδιαφερόταν για τα εικαστικά και την αρχαιολογία, διάβαζε λογοτεχνία και ποίηση και είχε απίστευτες γνώσεις για τη μουσική. Τονάντρατηςτονθαύμαζε υπερβολικά. Ο Ζερβός ήταν ο Πυγμαλίωνάς της και συνέχισε να τον συμβουλεύεται και μετά τη διάλυση του γάμου τους, που κράτησε δέκα χρόνια. Με τη φωτογραφία η Παπαϊωάννου αρχίζει να ασχολείται μετά το διαζύγιο της, από σύμπτωση. Είναι 40 χρόνων και το πάθος της για την αρχαιολογία την οδηγεί στο γραφείο του διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου, του Αλέξανδρου Φιλαδελφέα. Εκείνος της προτείνει να φωτογραφίσει τα εκθέματα του Μουσείου για να δημιουργήσουν μια σειρά καρτ-ποστάλ για τους επισκέπτες. Ήταν 1939 και η δικτατορία του Μεταξά οργάνωνε μια συστηματική προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό. Οι κάρτες αυτές τυπώθηκαν στην Ιταλία, με εκπληκτικό αποτέλεσμα. Βλέποντας την εμπορική επιτυχία τους, πολλοίφωτογράφοιάρχι-σαννα κάνουντο ίδιο πλαστογραφώντας τα αρχικά της. «Μια μέρα έρχεται μια φίλη μου στο σπίτι και μου λέει: "Πώς κατάντησες έτσι τις κάρτες σου;" Οι φωτογραφίες είχαντην υπογραφή μου, αλλά δεν ήταν δικές μου. Από τότε έπαψα να δίνω καρτ-ποοτάλ και μάλιστα κατέστρεψα ένα ολόκληρο κασόνι», θυμάται σε μια συνέντευξη της. Είναι η περίοδος που φωτογραφίζει τοπία και αρχαιότητες. Μερικά χρόνια αργότερα οι δουλειές αυτές θα κυκλοφορήσουν από ελβετικό οίκο . Ο Δροσίνης περιγράφει στο ημερολόγιο του γλαφυρά την ημέρα που η Παπάίωάννου τον επισκέφθηκε στο σπίτι του για να τον φωτογραφίσει. Έστησε τη μηχανή της, του έδωσε να κρατά ένα βιβλίο και ύστερα από μερικά κλικ ο Δροσίνης είχε περάσει στην αιωνιότητα με το πιο γνωστό πορτρέτο του. Η Παπάίωάννου ήταν και η μόνη που φωτογράφισε τον Παλαμά νεκρό. Τη νύχτα που πέθανε ο ποιητής ήταν άρρωστη με πολύ υψηλό πυρετό. Την ειδοποίησαν πως πρέπει να πάει να τον φωτογραφίσει πριν η είδηση του θανάτου του γίνει γνωστή. «Πράγματι σηκώθηκα ξημέρωμα και πήγα. Τον είχαν σαν παιδάκι σε ένα κρεβάτι, αλλά δεν υπήρχε αρκετό φως και δεν είχα φλας. Ζήτησα να τον μεταφέρουμε στο παράθυρο. Ήταν ελαφρύς σαν πούπουλο», διηγείται χρόνια μετά. Η φωτογραφία δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη στην Εστία. Η Παπάίωάννου μπορεί να ήταν η μόνη που φωτογράφισε νεκρό τον Παλαμά, δεν ενδιαφέρθηκε όμως να φωτογραφίσει την κηδεία του, η οποία υπήρξε η πιο αυθόρμητη λαϊκή εκδήλωση κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Και αυτό γιατίο κόσμος της Βούλας Παπάίωάννου δεν έπαψε ποτέ να είνα ι αυτός της άρχουσας τάξης. Αυτό ωστόσο δεν την εμ πόδισε να εξελιχθεί σε μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της ανθρωπιστικής φωτογραφίας στην Ελλάδα, μιας φωτογραφίας που αγαπάει τον απλό άνθρωπο και τον απαθανατίζει στην καθημερινή μάχη του με τις δυσκολίες της ζωής. Ο τρόπος της να πλησιάζει τους ανθρώπους ήταν μοναδικός. Ερχόταν πολύ κοντά τους και αιχμαλώτιζε τις φυσιογνωμίες τους δημιουργώντας φωτογραφίες ισάξιες αυτών του Ρόμπερτ Κάπα και του Ντέι-βιντΣέιμουρ που κάνουντα περισσότερα εξώφυλλα . Η δουλειά της Παπάίωάννου -αν και θα μπορούσε- δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι εκεί. Παρ' όλα αυτά ο φακός της έδωσε μερικά από τα καλύτερα ντοκουμέντα της ανασυγκρότησης της πρωτεύουσας αλλά και της ελληνικής υπαίθρου. Από το πόστο της διεύθυνσης του Φωτογραφικού Τμήματος της ΙΙΝΠΒΑ. ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ελλάδα και απαθανάτισε τις αγέρωχες Ηπειρώτισσες, τις μαυροντυμένες μάνες και τα ορφανά. Το 1978 αποφασίζει να δωρίσει ολόκληρο το αρχείο της στο Μουσείο Μπενάκη. Ο καταρράκτης που την ταλαιπωρούσε χρόνια έχει επιδεινωθεί δραματικά και είναι πια σχεδόν τυφλή. Οι άνθρωποι του Μουσείου Μπενάκη που πηγαίνουν στο σπίτι της για να πάρουν το υλικό τη βρίσκουν να καταστρέφει αρνητικά. Είναι φωτογραφίες από τα Δεκεμβριανά και την περίοδο του Εμφυλίου. «Δεν θέλω να τις βλέπω. Δεν θέλω να τα θυμάμαι», τους λέει.Το Φεβρουάριο του 1990 πεθαίνει σε ηλικία 92 χρόνων, Στηντελευ-ταία της συνέντευξη λέει: «Με τραβούσε η γλύκα, η τραγικότητα, οι εκδηλώσεις της ζωής γενικά. Προσπαθούσα να αρπάξω ό,τι μπορούσα. Σκεφτόμουν ότι είναι φευγαλέα η στιγμή της ζωής. Εκείνη που δείχνει όλη την ένταση και τη συγκίνηση που αισθάνεται ο καθένας».